δεινοπαθοῦσαν

δεινοπαθοῦσαν
δεινοπαθέω
complain loudly of sufferings
pres part act fem acc sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Θεσσαλία — I Ιστορική γεωγραφική περιοχή και περιφέρεια (13.903 τ. χλμ., 753.888 κάτ.) της ηπειρωτικής Ελλάδας. Στα Α συνορεύει με τη δυτική Μακεδονία, στα Δ με την Ήπειρο, στα Ν με τη Στερεά Ελλάδα, και στα Α βρέχεται από το Αιγαίο πέλαγος. Η Θ. διαιρείται …   Dictionary of Greek

  • Φάλαικος — Ένας από τους τέσσερις μεγάλους στρατηγούς των Φωκέων στη διάρκεια του Γ’ Ιερού πολέμου. Ήταν γιος του Ονόμαρχου και διάδοχος, στη διακυβέρνηση της φωκικής πολιτείας, του θείου του Φάυλλου. Προκειμένου να πληρώσει τους μισθοφόρους του και να… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”